λεωφορειακός

λεωφορειακός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με το λεωφορείο: Ποιες λεωφορειακές γραμμές περνούν από το κέντρο της πόλης;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεωφορειακός — ή, ό [λεωφορείο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λεωφορείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”